απολυμαντήριο

απολυμαντήριο
το
τόπος όπου γίνεται απολύμανση ρούχων, επίπλων κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απολυμαντήριος — ια, ιο 1. απολυμαντικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυμαντήριο ο θάλαμος απολύμανσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολύμανση. Η λ. μαρτυρείται ως ουσιαστικό από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • απολυμαντής — ο αυτός που απολυμαίνει: Ήταν απολυμαντής στο δημόσιο απολυμαντήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”